Παλαιόχανο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Παλαιόχανο τα Παλαιόχανα
      γενική του Παλαιόχανου των Παλαιόχανων
    αιτιατική το Παλαιόχανο τα Παλαιόχανα
     κλητική Παλαιόχανο Παλαιόχανα
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Παλαιόχανο < καθαρεύουσα Παλαιόχανον < παλαιό- + χάνι Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.leˈo.xa.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Παλαιόχανο

Κύριο όνομα

Παλαιόχανο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ΦΕΚ Α 5, 7 Ιανουαρίου 1959 (λήψη αρχείου PDF)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.