Παγώνης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Παγώνης | οι | Παγώνηδες |
| γενική | του | Παγώνη | των | Παγώνηδων |
| αιτιατική | τον | Παγώνη | τους | Παγώνηδες |
| κλητική | Παγώνη | Παγώνηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Παγώνης < + -ώνης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈɣo.nis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐γώ‐νης
Μεταγραφές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.