Πέρσυ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Πέρσυ < μεταγραφή για την αγγλική Percy

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpeɾ.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πέρσυ
ομόηχο: πέρσι
τονικό παρώνυμο: Περσύ (τοπωνύμιο)

Μεταγραφή

Πέρσυ

  1. ανδρικό όνομα
  2. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)

  • Περσύ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.