Ξαγοράρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ξαγοράρης | οι | Ξαγοράρηδες |
| γενική | του | Ξαγοράρη | των | Ξαγοράρηδων |
| αιτιατική | τον | Ξαγοράρη | τους | Ξαγοράρηδες |
| κλητική | Ξαγοράρη | Ξαγοράρηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ξαγοράρης < ξαγοράρης
Προφορά
- ΔΦΑ : /ksa.ɣoˈɾa.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ξα‐γο‐ρά‐ρης
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Xagoraris
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.