Ντεμιρτζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ντεμιρτζής | οι | Ντεμιρτζήδες |
| γενική | του | Ντεμιρτζή | των | Ντεμιρτζήδων |
| αιτιατική | τον | Ντεμιρτζή | τους | Ντεμιρτζήδες |
| κλητική | Ντεμιρτζή | Ντεμιρτζήδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Ραγκαβής (κλίση: μπαλωματής)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ντεμιρτζής < επάγγελμα, οθωμανική τουρκική دمیرجی (demirci, σιδεράς), στα τουρκικά demirci και ως επώνυμο Demirci
- και συγγενικά: → δείτε Δεμιρτζής
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Demirtzis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.