Νοτάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Νοτάρης | οι | Νοτάρηδες |
| γενική | του | Νοτάρη | των | Νοτάρηδων |
| αιτιατική | τον | Νοτάρη | τους | Νοτάρηδες |
| κλητική | Νοτάρη | Νοτάρηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Νοτάρης < νοτάρης (νοτάριος)
Μεταγραφές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.