νοτάριος

Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

νοτάριος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

νοτάριος αρσενικό

  1. συμβολαιογράφος στα χρόνια της φραγκοκρατίας και τουρκοκρατίας
  2. ταχυγράφος ή συντομογράφος στο Βυζάντιο, που αντιστοιχούσε στο σημερινό στενογράφο.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.