Νεοζηλανδός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Νεοζηλανδός | οι | Νεοζηλανδοί |
| γενική | του | Νεοζηλανδού | των | Νεοζηλανδών |
| αιτιατική | τον | Νεοζηλανδό | τους | Νεοζηλανδούς |
| κλητική | Νεοζηλανδέ | Νεοζηλανδοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Νεοζηλανδός < Νέα Ζηλανδία + -ός
Κύριο όνομα
Νεοζηλανδός αρσενικό (θηλυκό Νεοζηλανδή)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από τη Νέα Ζηλανδία ή έχει νεοζηλανδική υπηκοότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.