Νεαπολίτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Νεαπολίτισσα οι Νεαπολίτισσες
      γενική της Νεαπολίτισσας των Νεαπολιτισσών
    αιτιατική τη Νεαπολίτισσα τις Νεαπολίτισσες
     κλητική Νεαπολίτισσα Νεαπολίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Νεαπολίτισσα < Νεαπολίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά

ΔΦΑ : /ne.a.poˈli.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Νεαπολίτισσα

Κύριο όνομα

Νεαπολίτισσα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Νεαπολίτης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.