Ναϊρί

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Ναϊρί < άμεσο δάνειο από την αρμενική Նաիրի (Nairi) ή Նայիրի (Nayiri), ποιητική ονομασία της Αρμενίας < ακκαδική 𒆳𒆳𒈾𒄿𒊑 (mātāt [KUR.KUR] Na-i-ri), «η γη/χώρα των Ναϊρί», περιοχή στα αρμενικά υψίπεδα, που οριοθετείται περίπου μεταξύ του σημερινού Ντιγιάρμπακιρ και της λίμνης Βαν της Τουρκίας και των εδαφών δυτικά της λίμνης Ούρμια του Ιράν.

Προφορά

ΔΦΑ : /na.iˈɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ναϊρί

Κύριο όνομα

Ναϊρί άκλιτο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.