Ναϊρί
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Ναϊρί < άμεσο δάνειο από την αρμενική Նաիրի (Nairi) ή Նայիրի (Nayiri), ποιητική ονομασία της Αρμενίας < ακκαδική 𒆳𒆳𒈾𒄿𒊑 (mātāt [KUR.KUR] Na-i-ri), «η γη/χώρα των Ναϊρί», περιοχή στα αρμενικά υψίπεδα, που οριοθετείται περίπου μεταξύ του σημερινού Ντιγιάρμπακιρ και της λίμνης Βαν της Τουρκίας και των εδαφών δυτικά της λίμνης Ούρμια του Ιράν.
Προφορά
- ΔΦΑ : /na.iˈɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Να‐ϊ‐ρί
Κύριο όνομα
Ναϊρί άκλιτο
- (ιστορία) ασσυριακή ονομασία για συνομοσπονδία φυλών που ζούσαν στο νότο των αρμενικών υψιπέδων
- (λογοτεχνικό) η Αρμενία
- όνομα (ανδρικό ή γυναικείο)
-
Ναϊρί Ζαριάν στη Βικιπαίδεια
(1901-1969), Αρμένιος-Σοβιετικός δημοσιογράφος και λογοτέχνης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.