Μπουκοβίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μπουκοβίτης | οι | Μπουκοβίτηδες |
| γενική | του | Μπουκοβίτη* | των | Μπουκοβίτηδων |
| αιτιατική | τον | Μπουκοβίτη | τους | Μπουκοβίτηδες |
| κλητική | Μπουκοβίτη | Μπουκοβίτηδες | ||
| * Και λόγια γενική ενικού Μπουκοβίτου | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μπουκοβίτης < πόλη Μπούκοβ(ο) + -ίτης < σλαβικής προέλευσης Буково
Συγγενικά
- Μπούκοβο
- μπούκοβο
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Boukovitis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.