Μητσάρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μητσάρας | οι | Μητσάρες |
| γενική | του | Μητσάρα | — | |
| αιτιατική | τον | Μητσάρα | τους | Μητσάρες |
| κλητική | Μητσάρα | Μητσάρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μητσάρας < Μήτσ(ος) + μεγεθυντικό επίθημα -άρας
Προφορά
- ΔΦΑ : /miˈt͡sa.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μη‐τσά‐ρας
Μεταφράσεις
Μητσάρας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.