Μηδισμός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Μηδισμός οἱ Μηδισμοί
      γενική τοῦ Μηδισμοῦ τῶν Μηδισμῶν
      δοτική τῷ Μηδισμ τοῖς Μηδισμοῖς
    αιτιατική τὸν Μηδισμόν τοὺς Μηδισμούς
     κλητική ! Μηδισμέ Μηδισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Μηδισμώ
γεν-δοτ τοῖν  Μηδισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μηδισμός < Μηδίζω, θέμα μηδισ- + -μός

Ουσιαστικό

Μηδισμός αρσενικό

Συγγενικά

  • Μηδίζω
  • Μηδιστί

 και δείτε τη λέξη Μῆδος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.