Μεσαγρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μεσαγρός | οι | Μεσαγροί |
| γενική | του | Μεσαγρού | των | Μεσαγρών |
| αιτιατική | τον | Μεσαγρό | τους | Μεσαγρούς |
| κλητική | Μεσαγρέ | Μεσαγροί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- μεσαγρινός
Αναφορές
- σελ.8 (426) - Αντώνιος Μηλιαράκης (1893) Μεσσαριά: Ιστορικαί έρευναι περί του ονόματος τούτου ως γεωγραφικού. Αθήνησιν: Εκ του Τυπογραφείου των Αδελφών Περρή, 1893. @anemi & στο Bulletin de la Société historique et ethnologique de la Grèce, 1892, τόμος 4, σελ. 426
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.