Μελιταία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Μελιταία | ||
| γενική | της | Μελιταίας | ||
| αιτιατική | τη | Μελιταία | ||
| κλητική | Μελιταία | |||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μελιταία < ελληνιστική κοινή Μελιταία
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.liˈte.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Με‐λι‐ταί‐α
Κύριο όνομα
Μελιταία θηλυκό, μόνο στον ενικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Μελιταίᾱ | ||||||
| γενική | τῆς | Μελιταίᾱς | ||||||
| δοτική | τῇ | Μελιταίᾳ | ||||||
| αιτιατική | τὴν | Μελιταίᾱν | ||||||
| κλητική ὦ! | Μελιταίᾱ | |||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- Μελιταία < → δείτε τη λέξη Μελίτεια
Πηγές
- Σμιθ, Ουίλιαμ (William Smith), Dictionary of Greek and Roman Geography (Λεξικό της [αρχαίας] ελληνικής και ρωμαϊκής γεωγραφίας) στα αγγλικά, Λονδίνο: John Murray, 1854
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.