Αβαρίτσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Αβαρίτσα | ||
| γενική | της | Αβαρίτσας | ||
| αιτιατική | την | Αβαρίτσα | ||
| κλητική | Αβαρίτσα | |||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αβαρίτσα < σλαβικής προέλευσης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.vaˈɾi.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐βα‐ρί‐τσα
Κύριο όνομα
Αβαρίτσα θηλυκό, μόνο στον ενικό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.