Μαυρομμάτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Μαυρομμάτης | οι | Μαυρομμάτηδες |
| γενική | του | Μαυρομμάτη | των | Μαυρομμάτηδων |
| αιτιατική | τον | Μαυρομμάτη | τους | Μαυρομμάτηδες |
| κλητική | Μαυρομμάτη | Μαυρομμάτηδες | ||
| Και πληθυντικός Μαυρομματαίοι | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Μαυρομμάτης < μαυρο- + Δείτε και το μεσαιωνικό μαυρόμματος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /ma.vɾoˈma.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μαυ‐ρομ‐μά‐της
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Mavrommatis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.