Ματίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ματίνα οι Ματίνες
      γενική της Ματίνας
    αιτιατική τη Ματίνα τις Ματίνες
     κλητική Ματίνα Ματίνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ματίνα < Σταματίνα < Σταματία < Σταμάτης

Κύριο όνομα

Ματίνα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.