Μαρμάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Μαρμάρι τα Μαρμάρια
      γενική του Μαρμαρίου των Μαρμαρίων
    αιτιατική το Μαρμάρι τα Μαρμάρια
     κλητική Μαρμάρι Μαρμάρια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

ΔΦΑ : /maɾˈma.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μαρμάρι

Ετυμολογία 1

Μαρμάρι < ελληνιστική κοινή Μαρμάριον < μάρμαρος

Κύριο όνομα

Μαρμάρι ουδέτερο

Ετυμολογία 2

Μαρμάρι < μάρμαρο Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

Μαρμάρι ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.