Μαρμάριον

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία 1

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τὸ Μαρμάριον
      γενική τοῦ Μαρμαρίου
      δοτική τῷ Μαρμαρί
    αιτιατική τὸ Μαρμάριον
     κλητική ! Μαρμάριον
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μαρμάριον < αρχαία ελληνική μάρμαρος

Κύριο όνομα

Μαρμάριον ουδέτερο

Ετυμολογία 2

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική /τὸ Μαρμάριον
      γενική τῆς/τοῦ Μαρμαρίου
      δοτική τῇ/τῷ Μαρμαρί
    αιτιατική τὴν/τὸ Μαρμάριον
     κλητική ! Μαρμάριον
Θηλυκό ή ουδέτερο. Δεν μαρτυρείται πληθυντικός.
Συνήθως, στην ονομαστική, αιτιατική και κλητικού ενικού.
2η κλίση, Κατηγορία 'Γλυκέριον' όπως «Γλυκέριον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μαρμάριον < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Μαρμάριον θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.