Μαλαπέρδας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μαλαπέρδας οι Μαλαπέρδηδες
      γενική του Μαλαπέρδα των Μαλαπέρδηδων
    αιτιατική τον Μαλαπέρδα τους Μαλαπέρδηδες
     κλητική Μαλαπέρδα Μαλαπέρδηδες
Κατηγορία όπως «Αντρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μαλαπέρδας < μαλαπέρδα  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

Μαλαπέρδας αρσενικό (θηλυκό Μαλαπέρδα)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.