Μαλακάσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μαλακάσα οι Μαλακάσες
      γενική της Μαλακάσας των Μαλακασών
    αιτιατική τη Μαλακάσα τις Μαλακάσες
     κλητική Μαλακάσα Μαλακάσες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μαλακάσα < επώνυμο αρβανίτικη Malakasi ή αρβανίτικη Mallakaster[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ma.laˈka.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μαλακάσα

Κύριο όνομα

Μαλακάσα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Χαράλαμπος Συμεωνίδης, Ετυμολογικό λεξικό των νεοελληνικών οικωνυμίων (Λευκωσία: Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, 2010)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.