Μαγκουφάνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μαγκουφάνα οι Μαγκουφάνες
      γενική της Μαγκουφάνας
    αιτιατική τη Μαγκουφάνα τις Μαγκουφάνες
     κλητική Μαγκουφάνα Μαγκουφάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μαγκουφάνα < παραφθορά του επώνυμου Μαγκαφάς[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /maŋ.ɡuˈfa.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μαγκουφάνα

Κύριο όνομα

Μαγκουφάνα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Καιροφύλας, Γιάννης (1995). Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων. Αθήνα: Φιλιππότης. ISBN 9789602950746.
  2. Περί μετονομασίας συνοικισμών, κοινοτήτων και πόλεων, ΦΕΚ Α 16, 19 Φεβρουαρίου 1960
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.