Λυκοῦργος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Λυκοῦργος οἱ Λυκοῦργοι
      γενική τοῦ Λυκούργου τῶν Λυκούργων
      δοτική τῷ Λυκούργ τοῖς Λυκούργοις
    αιτιατική τὸν Λυκοῦργον τοὺς Λυκούργους
     κλητική ! Λυκοῦργε Λυκοῦργοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Λυκούργω
γεν-δοτ τοῖν  Λυκούργοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Λυκοῦργος < *λύκη (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewk λευκός, φωτεινός) + ἔργον

Κύριο όνομα

Λυκοῦργος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.