Φιλοπάππου

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Φιλοπάππου < γενική του Φιλόπαππος

Προφορά

ΔΦΑ : /fi.loˈpa.pu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Φιλοπάππου

Κύριο όνομα

Φιλοπάππου αρσενικό άκλιτο

  • λόφος και συνοικία της Αθήνας
      Ὅταν, τὸ μεσημέρι, κατέβαινε ὁ Νίκος ἀπ’ τὸν τροχιόδρομο στὴ στάση τῆς Γαργαρέτας κ’ ἔπαιρνε τοὺς ἀνηφορικοὺς δρόμους νὰ πάῃ σπίτι του, ψηλά, κάτω ἀπ’ τὸ λόφο τοῦ Φιλοπάππου, γύριζαν καὶ τὸν κύτταζαν τὰ κορίτσια στὶς πόρτες, ποὺ περίμεναν τοὺς ἄντρες τοῦ σπιτιοῦ νἀρθοῦν ἀπ’ τὴ δουλειὰ νὰ φαν’ ψωμί. (Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, Η κερένια κούκλα, μέρος Α′: Το μαραμένο ρόδο, 1911)

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

Φιλοπάππου

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.