Λουίζα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Λουίζα | οι | Λουίζες |
| γενική | της | Λουίζας | — | |
| αιτιατική | τη | Λουίζα | τις | Λουίζες |
| κλητική | Λουίζα | Λουίζες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Λουίζα < (άμεσο δάνειο) ιταλική luisa < παλαιά γαλλική Louise, θηλυκό του Louis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.