Λισαβόνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Λισαβόνα | οι | Λισαβόνες |
| γενική | της | Λισαβόνας | των | Λισαβόνων |
| αιτιατική | τη | Λισαβόνα | τις | Λισαβόνες |
| κλητική | Λισαβόνα | Λισαβόνες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Λισαβόνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική Lisbona < λατινική Olisipo
-
Λισαβόνα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.