Λάμψακος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Λάμψακος
      γενική της Λαμψάκου
    αιτιατική τη Λάμψακο
     κλητική Λάμψακε
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Λάμψακος < αρχαία ελληνική Λάμψακος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈlam.psa.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λάμψακος

Κύριο όνομα

Λάμψακος θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. αρχαία πόλη της Τουρκίας στη Μυσία
  2. πόλη της Τουρκίας
     συνώνυμα: Λαψεκί
  3. Νέα: πόλη της Εύβοιας

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Λάμψακος
      γενική τῆς Λαμψάκου
      δοτική τῇ Λαμψάκ
    αιτιατική τὴν Λάμψακον
     κλητική ! Λάμψακε
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Λάμψακος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Λάμψακος θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.