Λαμψακηνός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λαμψακηνός οι Λαμψακηνοί
      γενική του Λαμψακηνού των Λαμψακηνών
    αιτιατική τον Λαμψακηνό τους Λαμψακηνούς
     κλητική Λαμψακηνέ Λαμψακηνοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Λαμψακηνός < αρχαία ελληνική Λαμψακηνός

Προφορά

ΔΦΑ : /lam.psa.ciˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λαμψακηνός

Κύριο όνομα

Λαμψακηνός αρσενικό (θηλυκό Λαμψακηνή)

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Λαμψακηνός Λαμψακηνή τὸ Λαμψακηνόν
      γενική τοῦ Λαμψακηνοῦ τῆς Λαμψακηνῆς τοῦ Λαμψακηνοῦ
      δοτική τῷ Λαμψακην τῇ Λαμψακην τῷ Λαμψακην
    αιτιατική τὸν Λαμψακηνόν τὴν Λαμψακηνήν τὸ Λαμψακηνόν
     κλητική ! Λαμψακηνέ Λαμψακηνή Λαμψακηνόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Λαμψακηνοί αἱ Λαμψακηναί τὰ Λαμψακηνᾰ́
      γενική τῶν Λαμψακηνῶν τῶν Λαμψακηνῶν τῶν Λαμψακηνῶν
      δοτική τοῖς Λαμψακηνοῖς ταῖς Λαμψακηναῖς τοῖς Λαμψακηνοῖς
    αιτιατική τοὺς Λαμψακηνούς τὰς Λαμψακηνᾱ́ς τὰ Λαμψακηνᾰ́
     κλητική ! Λαμψακηνοί Λαμψακηναί Λαμψακηνᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Λαμψακηνώ τὼ Λαμψακηνᾱ́ τὼ Λαμψακηνώ
      γεν-δοτ τοῖν Λαμψακηνοῖν τοῖν Λαμψακηναῖν τοῖν Λαμψακηνοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

Λαμψακηνός < Λάμψακ(ος) + -ηνός

Επίθετο

Λαμψακηνός, -ή. -όν

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.