Κωνσταντινάκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Κωνσταντινάκος | οι | Κωνσταντινάκοι |
| γενική | του | Κωνσταντινάκου | των | Κωνσταντινάκων |
| αιτιατική | τον | Κωνσταντινάκο | τους | Κωνσταντινάκους |
| κλητική | Κωνσταντινάκο | Κωνσταντινάκοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κωνσταντινάκος < + -άκος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Konstantinakos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.