Κυρατζάκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Κυρατζάκος | οι | Κυρατζάκοι |
| γενική | του | Κυρατζάκου | των | Κυρατζάκων |
| αιτιατική | τον | Κυρατζάκο | τους | Κυρατζάκους |
| κλητική | Κυρατζάκο | Κυρατζάκοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κυρατζάκος < + -άκος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Kiratzakos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.