Κρονόληρος

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Κρονόληρος οἱ Κρονόληροι
      γενική τοῦ Κρονολήρου τῶν Κρονολήρων
      δοτική τῷ Κρονολήρ τοῖς Κρονολήροις
    αιτιατική τὸν Κρονόληρον τοὺς Κρονολήρους
     κλητική ! Κρονόληρε Κρονόληροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κρονολήρω
γεν-δοτ τοῖν  Κρονολήροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κρονόληρος < Κρόν(ος) (παρατσούκλι για ανόητο γέρο) + -ό- + λῆρος

Ουσιαστικό

Κρονόληρος, -ου / κρονόληρος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.