Κρεμαστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κρεμαστός οι Κρεμαστοί
      γενική του Κρεμαστού των Κρεμαστών
    αιτιατική τον Κρεμαστό τους Κρεμαστούς
     κλητική Κρεμαστέ Κρεμαστοί
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός - κλίση: ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κρεμαστός < κρεμαστός

Προφορά

ΔΦΑ : /kɾe.maˈstos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κρεμαστός

Κύριο όνομα

Κρεμαστός αρσενικό

  1. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Κρεμαστού)
  2. χωριό της Εύβοιας

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.