Κορωπιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Κορωπιώτισσα | οι | Κορωπιώτισσες |
| γενική | της | Κορωπιώτισσας | των | Κορωπιωτισσών |
| αιτιατική | την | Κορωπιώτισσα | τις | Κορωπιώτισσες |
| κλητική | Κορωπιώτισσα | Κορωπιώτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κορωπιώτισσα < Κορωπιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.ɾoˈpço.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐ρω‐πιώ‐τισ‐σα
Συγγενικά
- κορωπιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Κορωπί
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κορωπιώτης
Κορωπιώτισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.