Κορωνιδιάτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Κορωνιδιάτισσα | οι | Κορωνιδιάτισσες |
| γενική | της | Κορωνιδιάτισσας | των | Κορωνιδιατισσών |
| αιτιατική | την | Κορωνιδιάτισσα | τις | Κορωνιδιάτισσες |
| κλητική | Κορωνιδιάτισσα | Κορωνιδιάτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κορωνιδιάτισσα > Κορωνιδιάτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κορωνιδιάτης
Κορωνιδιάτισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.