Κοράνιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κοράνιο τα Κοράνια
      γενική του Κορανίου
& Κοράνιου
των Κορανίων
    αιτιατική το Κοράνιο τα Κοράνια
     κλητική Κοράνιο Κοράνια
Συνήθως στον ενικό.
Δείτε και την κλίση Κοράνι.
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κοράνιο < (καθαρεύουσα) Κοράνιον, λόγια επίδραση στο Κοράνι < μεσαιωνική ελληνική κοράνι(ν)[1] <  δείτε και τη λέξη Κοράνι

Κύριο όνομα

Κοράνιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

  1. {Π:ΛΚΝ}}
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.