Κονίστριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Κονίστριος | οι | Κονίστριοι |
| γενική | του | Κονίστριου | των | Κονίστριων |
| αιτιατική | τον | Κονίστριο | τους | Κονίστριους |
| κλητική | Κονίστριε | Κονίστριοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κονίστριος < Κονίστρ(ες) + -ιος
Προφορά
- ΔΦΑ : /koˈni.stɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐νί‐στρι‐ος
Κύριο όνομα
Κονίστριος αρσενικό
- (πατριδωνυμικό) άλλη μορφή του Κονιστριώτης
- ※ Ο Γεώργιος Χρυσοφός Κονίστριος ή Κονιστριώτης, γεννημένος στις Κονίστρες Εύβοιας το 1750, έλαβε τα πρώτα γράμματα στη σχολή της Χαλκίδας και στη συνέχεια ακολούθησε ιατρικές σπουδές στη Φλωρεντία και το Παρίσι.
- Χρυσοφός Γεώργιος, representatives1821.gr
- ※ Ο Γεώργιος Χρυσοφός Κονίστριος ή Κονιστριώτης, γεννημένος στις Κονίστρες Εύβοιας το 1750, έλαβε τα πρώτα γράμματα στη σχολή της Χαλκίδας και στη συνέχεια ακολούθησε ιατρικές σπουδές στη Φλωρεντία και το Παρίσι.
Συγγενικά
- → και δείτε τη λέξη Κονίστρες
Μεταφράσεις
Κονίστριος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.