Κολονάκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Κολονάκι | τα | Κολονάκια |
| γενική | του | Κολονακίου | των | Κολονακίων |
| αιτιατική | το | Κολονάκι | τα | Κολονάκια |
| κλητική | Κολονάκι | Κολονάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό. Κανονικά η γενική είναι αντιγραμματική | ||||
| Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.loˈna.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐λο‐νά‐κι
Κύριο όνομα
Κολονάκι ουδέτερο
- σπανιότερη, ετυμολογική γραφή του Κολωνάκι (της συνοικίας της Αθήνας)
- ※ …Εἶμαι λέει, ἀρχικά, μὲ τὴ μητέρα μου (μὲ καπέλλο, καὶ μὲ ροῦχο περιπάτου, δεξιά μου), καθισμένοι σ’ ἕν’ ἁμάξι, μὲ διπλὰ ἄλογα, (ὅπως ὑπῆρχαν, ἄλλοτε), καὶ τραβούσαμε σ’ ἕνα δρόμο, ὄχι πολὺ φαρδύ, ἀλλὰ ἴσιο, καὶ μὲ πολλὲς παρόδους, πρὸς τὸ Κολονάκι (ἐντελῶς ἀλλιώτικο), μὲ διεύθυνση πρὸς νότον, πηγαίνοντας σὲ κάποιο σπίτι, ὅπου θὰ συναντούσαμε καὶ τὸν πατέρα μου ἐκεῖ. (Ναπολέων Λαπαθιώτης, Όνειρο της 6ης Ιανουαρίου 1940 (Δευτέρας), στο περιοδικό Νέα Εστία τχ. 881 (15 Μαρτίου 1964), τόμ. 75, σελ. 394)
Μεταφράσεις
Κολονάκι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.