Κηφισοχώρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κηφισοχώρι τα Κηφισοχώρια
      γενική του Κηφισοχωρίου των Κηφισοχωρίων
    αιτιατική το Κηφισοχώρι τα Κηφισοχώρια
     κλητική Κηφισοχώρι Κηφισοχώρια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κηφισοχώρι < Κηφισ(ός) + -ο- + -χώρι

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.fi.soˈxo.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κηφισοχώρι

Κύριο όνομα

Κηφισοχώρι ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ΦΕΚ 157Α, 21 Ιουνίου 1955
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.