Κηπούπολη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Κηπούπολη | οι | Κηπουπόλεις |
| γενική | της | Κηπούπολης* | των | Κηπουπόλεων |
| αιτιατική | την | Κηπούπολη | τις | Κηπουπόλεις |
| κλητική | Κηπούπολη | Κηπουπόλεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, Κηπουπόλεως Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ciˈpu.po.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κη‐πού‐πο‐λη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.