Κεφαλονιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Κεφαλονιά | ||
| γενική | της | Κεφαλονιάς | ||
| αιτιατική | την | Κεφαλονιά | ||
| κλητική | Κεφαλονιά | |||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κεφαλονιά < Κεφαληνία / Κεφαλληνία < αρχαία ελληνική Κεφαληνία / Κεφαλληνία < Κεφαλλήν < Κέφαλος
Συγγενικά
- Κεφαλλήν
- Κεφαλλήνας
- κεφαλληνιακά
- κεφαλληνιακός
- Κεφαλονίτης / Κεφαλλονίτης
- κεφαλονίτικα / κεφαλλονίτικα
- κεφαλονίτικος / κεφαλλονίτικος
- Κεφαλονίτισσα / Κεφαλονίτισσα
- → δείτε τη λέξη κεφάλι
-
Κεφαλονιά στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Κεφαλονιά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.