Κεφαληνία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Κεφαληνίᾱ | ||
| γενική | τῆς | Κεφαληνίᾱς | ||
| δοτική | τῇ | Κεφαληνίᾳ | ||
| αιτιατική | τὴν | Κεφαληνίᾱν | ||
| κλητική ὦ! | Κεφαληνίᾱ | |||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κεφαληνία < Κεφαλληνία < Κεφαλλήν + -ία < Κέφαλος
Κύριο όνομα
Κεφαληνία θηλυκό
- νησί της Ελλάδας, η Κεφαλονιά
- ※ Καὶ ἐν Κεφαληνίᾳ ποταμὸς διείργει, οὗ ἐπὶ τάδε μὲν γίνονται τέττιγες, ἐπ' ἐκεῖνα δ' οὐ γίνονται. (Αριστοτέλης, Περὶ ζῴων ἱστορίας, 605b.27–29)
- ※ Μετὰ δὲ ταῦτα πόλις Φαρὰ καὶ κατὰ ταῦτα νῆσός ἐστιν Ἰθάκη, καὶ πόλις καὶ λιμήν· μετὰ ταῦτα νῆσος Κεφαληνία. (Σκύλαξ, Περίπλους, 34.11–14.)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.