Καϊβετζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Καϊβετζής | οι | Καϊβετζήδες |
| γενική | του | Καϊβετζή | των | Καϊβετζήδων |
| αιτιατική | τον | Καϊβετζή | τους | Καϊβετζήδες |
| κλητική | Καϊβετζή | Καϊβετζήδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Ραγκαβής (κλίση: μπαλωματής)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Kaivetzis, Kaïvetzis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.