Καφηρέας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Καφηρέας
      γενική του Καφηρέα
    αιτιατική τον Καφηρέα
     κλητική Καφηρέα
Κατηγορία όπως «Αντρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Καφηρέας < αρχαία ελληνική Καφηρεύς

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.fiˈɾe.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καφηρέας

Κύριο όνομα

Καφηρέας αρσενικό, μόνο στον ενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.