Καφηρεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Καφηρεύς | ||
| γενική | τοῦ | Καφηρέως | ||
| δοτική | τῷ | Καφηρεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν | Καφηρέᾱ | ||
| κλητική ὦ! | Καφηρεῦ | |||
| 3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Καφηρεύς < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- Καφηρεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.