Καφηρεύς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Καφηρεύς
      γενική τοῦ Καφηρέως
      δοτική τῷ Καφηρεῖ
    αιτιατική τὸν Καφηρέ
     κλητική ! Καφηρεῦ
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Καφηρεύς < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Καφηρεύς αρσενικό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.