Κασαπλής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κασαπλής οι Κασαπλήδες
      γενική του Κασαπλή των Κασαπλήδων
    αιτιατική τον Κασαπλή τους Κασαπλήδες
     κλητική Κασαπλή Κασαπλήδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Ραγκαβής (κλίση: μπαλωματής)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κασαπλής < από επάγγελμα χασάπης,[1] ενδεχομένως και άμεσα από την τουρκική Kasapli (επώνυμο) +

Κύριο όνομα

Κασαπλής αρσενικό (θηλυκό Κασαπλή)

Συγγενικά

 δείτε και τη λέξη χασάπης

Μεταγραφές

Αναφορές

  1. Κασαπλής σελ.68 -  Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.