Κασαπάκης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Κασαπάκης | οι | Κασαπάκηδες |
| γενική | του | Κασαπάκη | των | Κασαπάκηδων |
| αιτιατική | τον | Κασαπάκη | τους | Κασαπάκηδες |
| κλητική | Κασαπάκη | Κασαπάκηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Kasapakis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.