Καράγιωργας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Καράγιωργας | οι | Καραγιωργαίοι |
| γενική | του | Καράγιωργα | των | Καραγιωργαίων |
| αιτιατική | τον | Καράγιωργα | τους | Καραγιωργαίους |
| κλητική | Καράγιωργα | Καραγιωργαίοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Μπούκουρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Καράγιωργας < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈɾa.ʝoɾ.ɣas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ρά‐γιωρ‐γας
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Karagiorgas
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.