Καντζιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Καντζιώτισσα | οι | Καντζιώτισσες |
| γενική | της | Καντζιώτισσας | των | Καντζιωτισσών |
| αιτιατική | την | Καντζιώτισσα | τις | Καντζιώτισσες |
| κλητική | Καντζιώτισσα | Καντζιώτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Καντζιώτισσα < Καντζιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
- ΔΦΑ : /kanˈd͡zʝo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Καν‐τζιώ‐τισ‐σα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Κάντζα
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Καντζιώτης
Καντζιώτισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.