Καλύβας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Καλύβας | οι | Καλύβηδες & Καλυβαίοι |
| γενική | του | Καλύβα | των | Καλύβηδων & Καλυβαίων |
| αιτιατική | τον | Καλύβα | τους | Καλύβηδες & Καλυβαίους |
| κλητική | Καλύβα | Καλύβηδες & Καλυβαίοι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Γρίβας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Καλύβας < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈli.vas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐λύ‐βας
- Καλυβάς
-
Στάθης Καλύβας στη Βικιπαίδεια
(γενν. 1964), Έλληνας πολιτικός επιστήμονας, πανεπιστημιακός
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Kalyvas, Kalivas
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.